- ἐπιγόνειον
- ἐπιγόνειονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιγόνειον — ἐπιγόνειον, το (Α) αιγυπτιακή άρπα με σαράντα χορδές, την οποία κατασκεύασε πρώτος ο Επίγονος … Dictionary of Greek
ἐπιγονείου — ἐπιγόνειον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγονείων — ἐπιγόνειον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)